Η ανύψωση και η αποκαθήλωση του έρωτα
Την 16 Ιουνίου 2016 | 0 Σχόλια

Ακριβής απομαγνητοφώνηση διάλεξης του συγγραφέα Στέλιου Χαλκίτη, από τη Μαρία Τριανταφυλλίδη, επιμελήτρια των βιβλίων μου…

Φίλες και φίλοι καλησπέρα.

Σήμερα θα μπούμε στο θέμα μας λίγο ανορθόδοξα και εξηγούμαι: μου λέγατε έξω ότι περάσαμε απότομα στα βαθιά. Γι’ αυτό θα δώσω κάποιες απαντήσεις στα ερωτήματά σας, όσα συγκράτησα δηλαδή, αλλά κυρίως σε δυο-τρία που είναι απολύτως σχετικά με το σημερινό μας  θέμα. Θα προσπαθήσω να πω δυο λόγια για μερικές έννοιες με απλό τρόπο έτσι ώστε να καταφέρω να επικοινωνήσω αυτό που έχω αποφασίσει να σας μεταδώσω.

Πάμε να μην χάνουμε χρόνο, να πούμε ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ.

Πρόσωπο είσαι εσύ, εσύ, εσύ, δηλαδή, ένα ευφυές όν που μπορεί να παρατηρήσει τον εαυτό του εντός ενός περιβάλλοντος και συγχρόνως να μπορεί να στοχαστεί πάνω σε αυτό το πλαίσιο και μάλιστα να έχει τη δυνατότητα να το κάνει εδώ μέσα, στο σπίτι του στην Αθήνα, στην Αμερική και οπουδήποτε, δηλαδή σε διαφορετικές χωροχρονικές συντεταγμένες.

Τώρα, ΚΑΘΕ ΠΡΟΣΩΠΟ ΕΧΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΥΦΟΣ, δηλαδή ύφος είναι ο τρόπος απόκρισης, η συμπεριφορά του όντος στα εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα πλαισιωμένα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του όντος. Προσέξτε τώρα, τη συνάρθρωση της ουσιακής κατάστασης του ευφυούς όντος (όταν λέμε ουσιακή, είπαμε την προηγούμενη φορά, είναι τα καταγωγικά στοιχεία που φέρει κάποιος), τη δαιδαλώδη λοιπόν διασύνδεση της ουσιακής κατάστασης με το ύφος την ονομάζουμε προσωπικότητα. Άρα, κάθε πρόσωπο έχει τη δική του προσωπικότητα, η οποία διαμορφώνεται με προϊούσα κλιμάκωση, είναι δηλαδή μια διαβαθμίσιμη πρόοδος προς τη συνείδηση και από τη συνείδηση, και από τον περίγυρο –εγγύτερο και ευρύτερο–, και τη συναναστροφή, την παιδεία μέσω της συναναστροφής· αυτή κατά τη γνώμη μου είναι η πιο ουσιαστική και συνάμα προνομιακή επιρροή.

Ξέρετε όταν μιλώ για το πώς διαμορφώνεται η συνείδηση μου ‘ρχεται κατά νου ο Όμηρος, προσέξτε τι θέλω να πω γιατί δεν είναι κάτι απλό, η φαντασία, είπε ο Αϊνστάιν, είναι σπουδαιότερη από τη γνώση, και συμπληρώνω διότι η φαντασία παράγει γνώση και δεν στέκεται στο παρόν, αλλά εξετάζοντας το παρελθόν, διαμορφώνει και διαχειρίζεται το μέλλον (δεν είναι σωστό εντελώς). Επομένως, η φαντασία είναι η διαμόρφωση και διαχείριση του μέλλοντος, είναι το υπό διαμόρφωση γίγνεσθαι του μέλλοντος, και τι μπορεί να εξάψει καλύτερα τη φαντασία μας  και να παραχθεί γνώση από τον Όμηρο; η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, φυσικά δεν παραβλέπω τον Δάντη, ούτε τον Γκαίτε. Η συνείδηση, φίλες και φίλοι, για να αποκτήσει μια καλή μορφοποίηση, θέλει παιδεία και η παιδεία αυτή είναι ανάπηρη όταν δεν έχουμε μελετήσει τους μεγάλους. Αν η συνείδηση πάρει ένα σχήμα, μια μορφή καλή μέσω μιας μυστικής, θα τολμούσα να πω, προσέξτε το, «μυστική» υπό την έννοια της σιωπηλής, εσωτερικής διαλεκτικής, τότε η σκέψη διαπλατύνεται· για παράδειγμα θα σας αναφέρω την αγωνία μου, νεαρός ακόμη, τότε ξέρετε την εποχή με τις ντισκοτέκ, εγώ έψαχνα να βρω κοινά μεταξύ της ωραίας Ελένης και της Πηνελόπης και δεν έβρισκα, τι χαρά όμως είχα όταν βρήκα κοινά στον Οδυσσέα και στον Μενέλαο, κοινή επιδίωξη και των δύο ήταν να βρεθούν κοντά στο δικό τους θηλυκό, χωρίς να φείδονται κόπων, ούτε πόνων ούτε τίποτα, βέβαια εδώ έρχεται ο Ευριπίδης που μας λέει στην τραγωδία «Ελένη» κάτι άλλο, ότι ποτέ δεν πήγε ωραία Ελένη στην Τροία παρά μόνο το είδωλό της, αλλά αυτό είναι μια άλλη αφορμή για σκέψη.

Πάμε τώρα στο θέμα μας, στον έρωτα. Το θέμα είναι αφάνταστα περίπλοκο, και θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε πρώτον ότι κατέχουμε τον πλήρη μηχανισμό και δεύτερον ότι το θέμα μπορεί να εξαντληθεί σε μια συνάντηση. Έχω γράψει ένα δοκίμιο, που όταν εκδοθεί, θα δείτε τη σκέψη μου στο σύνολό της, τώρα απλά σας καταθέτω ένα μέρος από αυτές που μπορεί να είναι σωστές μπορεί και όχι, απλά να τις δείτε σαν αρχή για σκέψη. Κατ’ αρχήν να πούμε ότι ο έρωτας δεν αφορμάται μόνο από το κάλλος, θα το δούμε αυτό στην πορεία.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Ο ΕΡΩΤΑΣ; Και αναφερόμαστε στον έρωτα που αφορά και τους δυο και όχι τον μονομερή έρωτα, έτσι; Διευκρινίζω, πως όταν μιλώ για τον «άλλο» είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα.

Λοιπόν να ξεκινήσω σιγά σιγά και να προχωρούμε. Τι είναι ο έρωτας. Είναι μια κατάσταση όπου για ορισμένο χρόνο, σχεδόν ανορθόλογα, ακατέργαστα, εξιδανικεύουμε τον άλλο, είναι μια «Εποχή σύγχυσης και πόθου» την ονομάζω. Προσέξετε τώρα, γιατί εξιδανικεύουμε τον άλλο ανάγοντάς τον σε επίπεδο τελειότητας; Απάντηση: διότι ο άλλος φαίνεται να συμπληρώνει τις ελλείψεις μας, μας αποδέχεται και μας αναγνωρίζει, επιβεβαιώνει την ασταθή πεποίθησή μας ότι είμαστε μοναδικοί, υπάρχει κάποιος ή κάποια για τον οποίο εμείς είμαστε μοναδικοί. Αυτή η εξιδανίκευση άλλοτε ακολουθεί ως ιδιοτελής γενναιοδωρία –ιδιοτελής, διότι είναι  αντάλλαγμα της επικύρωσης της πραγματικής ή ευφάνταστης σπουδαιότητάς μας από τον άλλο– και άλλοτε προηγείται, επισυμβαίνει κατά τον χρόνο που βρισκόμαστε σε κατάσταση αναμονής αυτής της επικύρωσης. Εδώ δεν θα προχωρήσω σε περαιτέρω ανάλυση, σχετικά με τη βραχυπρόθεσμη ταυτότητα που ιδιοποιούμαστε και την οποία είμαστε διατεθειμένοι να τροποποιούμε διαρκώς έτσι ώστε να επιβεβαιωνόμαστε διαρκώς από τον άλλο. Είπαμε το θέμα του έρωτα έχει μια πολυσημική περιπλοκότητα και δεν εξαντλείται σε μια διάλεξη.

Εδώ να πούμε και από πού, κατά τη γνώμη μου, προέρχεται αυτή η ανασφάλεια που μας ωθεί συνεχώς να ερωτευόμαστε. Νομίζω δύο είναι οι λόγοι, ένας οντολογικός,  και είναι ο φόβος του θανάτου, και ο άλλος είναι λόγος οντικός και έρχεται ως απόκριση στις ενστάσεις και τις συμβουλευτικές παραινέσεις της μητέρας μας.

Δεν θα σταθώ σ’ αυτούς τους λόγους, διότι στη σημερινή συνάντηση δεν μας ενδιαφέρουν άμεσα. Θα απαντήσουμε ένα άλλο σημαντικό ερώτημα.

ΓΙΑΤΙ ΕΡΩΤΕΥΟΜΑΣΤΕ ΕΝΑ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ ΑΤΟΜΟ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΠΟΙΟ ΑΛΛΟ, ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ Η ΚΑΛΥΤΕΡΟ.

Να εδώ είμαστε, ότι ο έρωτας δεν είναι θέμα μόνο κάλλους.

Φαίνεται ο έρωτας να είναι μια συναισθηματική απόκριση σε μια οντική, προσέξτε, όχι οντολογική, λεπτοφυή ίσως και αδιόρατη πολλές φορές ανάμνηση, ένα ψήγμα από κάποιο μνημονικό επεισόδιο που το αναγνωρίζουμε πού; Το αναγνωρίζουμε, δεν το εννοώ κυριολεκτικά. Το αναγνωρίζουμε κατ’ αρχάς στο υποκειμενικό κάλλος και εν συνεχεία το επεκτείνουμε στο ύφος του άλλου ή μόνο στο ύφος του άλλου και πάλι το επεκτείνουμε στο υποκειμενικό κάλλος. Αυτό το κάτι οικείο, θαυμαστό, μας κινητοποιεί και μας ωθεί να εξιδανικεύσουμε τον άλλον έως του σημείου να αναστείλουμε την κριτική μας δυνατότητα να εντοπίσουμε τα αρνητικά του άλλου, δηλαδή δημιουργούμε ένα πλάσμα όπως θα το θέλαμε και όχι όπως είναι, απλά και μόνο διότι κάτι στη μορφή του ή στο ύφος του μας βοηθά να ανασυνθέσουμε τις συνθήκες για να εκδηλωθεί ένα συναίσθημα, μια ικανοποίηση ή ακόμα και ματαίωση,  που εμβιώσαμε κάποτε. Δηλαδή ο άλλος γίνεται μόνη πηγή γνώσης και ευχαρίστησης.

Πάμε τώρα σε ένα τρίτο εξίσου κρίσιμο ερώτημα, ΠΟΣΟ ΔΙΑΡΚΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ.

Νομίζω θα ήταν αφελές να δώσουμε σ’ αυτό το ερώτημα αριθμητική τιμή, ωστόσο δυνάμεθα να δώσουμε τις προϋποθέσεις που θα συντηρούν τον έρωτα και οι οποίες αν εκλείψουν τότε ο έρωτας τελειώνει. Βλέπουμε γύρω μας ότι είναι ελάχιστοι οι έρωτες που επιβίωσαν στον χρόνο και αυτό συμβαίνει μόνο αν καταφέρει ο έρωτας γρήγορα να κάνει εισπήδηση σε αυτό που λέμε αγάπη, τότε έχει ελπίδες να μακροημερεύσει και φυσικά όχι ως έρωτας, αλλά σαν κατάσταση ανάγκης να συμπληρώσουμε αυτό που δεν είμαστε και ταυτόχρονα να απεγκλωβίσουμε τα αποθέματα συναισθήματος που έχουμε μέσα μας. Αυτό δεν είναι μια απλή μετάβαση, γι’ αυτό επέλεξα τη λέξη εισπήδηση. Ποια είναι λοιπόν η προϋπόθεση; Τι είπαμε πριν, ότι εξιδανικεύουμε τον άλλον, τώρα πρέπει να συντηρήσουμε τον μύθο, δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να συμβεί απομείωση της μυθικότητας, εδώ δεν συγχωρούνται λάθη, πρέπει να παραμείνεις μύθος, θεός, για να είναι η άλλη η θεά σου, αλλιώς και καταπέσεις συμπαρασύρεις και εκείνη. Αυτό έχει συνέπειες με βασικότερη την υποστολή της δικής σου αυθορμησίας, τη στέρηση της ελευθερίας σου, γίνεσαι ρόλος, παίζεις στο θέατρο. Άρα ο έρωτας διαρκεί όσο χρόνο παραμένουμε στον χώρο του παραμυθιού. Μετά, είτε μεταλλάσσεται σε αγάπη, κάτι σπάνιο, είτε παίρνει τη μορφή μιας παρανοϊκής εξουσιαστικότητας του άλλου, κακοποιώντας τον σωματικά και ψυχικά και αυτό που ακούγεται τόσο τραγικό είναι που συμβαίνει τις περισσότερες φορές και αποτελεί στοιχείο της ανθρώπινης παρακμής.

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΣΠΗΔΗΣΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΕ ΑΓΑΠΗ. Αυτό είναι κρισιμότερο ερώτημα.

Για να απαντηθεί πρέπει να δώσουμε μια συνοπτική περιγραφή της μηχανικής του έρωτα.

Μόλις γίνουν συγκεκριμένα τα δύο υποκείμενα της σχέσης, την ίδια στιγμή αρχίζει η αμφοτερόπλευρη εξιδανίκευση και ο πόθος, που μέσα από τον πόθο επιχειρούμε να ασκήσουμε στον άλλον μια λεπτοφυή εξουσιαστικότητα. Εν συνεχεία τα δυο μέλη της σχέσης αποποιούνται τον κόσμο, αλλά προσέξτε εδώ, ναι μεν αποποιούνται τον κόσμο, ωστόσο δεν τον απορρίπτουν, λειτουργούν εντελώς αντινομικά, δεν υπολογίζουν τον κόσμο, αλλά συνάμα επιδιώκουν να επιδείξουν τον έρωτά τους στον κόσμο, είτε αναμένοντας επιβεβαίωση για την ορθή επιλογή του άλλου μέλους της σχέσης, είτε ως αντίδραση. Έχουμε όμως και συνέχεια, αμέσως αρχίζει μια σαρωτική αποταύτιση και από τα δύο μέλη της σχέσης, αποτινάσσουν από πάνω τους ακόμα και τις ταυτίσεις που είναι αναγκαίες για την επιβίωσή τους και προσκολλώνται ο ένας στην ουτοπική τελειότητα του άλλου. Αυτή η προσκόλληση είναι τόσο ισχυρή ώστε μια ενδεχόμενη αιφνίδια αποταύτιση του ενός πολλές φορές οδηγεί τον άλλο σε αυτοκτονία. Και αυτό συμβαίνει διότι δεν υπήρχαν έστω μικρές αναγκαίες για την επιβίωσή μας ταυτίσεις.

Από δω και πέρα οι ερωτευμένοι ανατροφοδοτούνται ο ένας από τον άλλον και κατά κάποιον τρόπο υπάρχει ένας συναισθηματικός συγχρονισμός η ανατροπή του οποίου θα σημάνει την αποκαθήλωση του άλλου. Και πότε επισυμβαίνει αυτή η ανατροπή; Όταν ένας από τα δυο μέλη της σχέσης φτάσει γρηγορότερα στην απόλυτη ευδαιμονική κατάσταση, οπότε φοβούμενος μήπως χάσει αυτή την ευδαιμονία κινητοποιεί την αρνητική του ισχύ με τη μορφή εξουσιαστικότητας και τότε αρχίζει να απομυθοποιείται, χάνει την εξιδανίκευσή του και όσο τη χάνει τόσο ασκεί περισσότερη εξουσιαστικότητα στον άλλο, με αποτέλεσμα να υποδουλώνεται όλο και περισσότερο στον άλλο. Προσέξτε το παράδοξο, ο εξουσιαστής υποδουλώνεται στον εξουσιαζόμενο, ο εξουσιαζόμενος απλά αναγκάζεται.

Αυτή είναι η μια πορεία που ακολουθεί ο έρωτας, υπάρχει όμως και η ποιοτική πορεία, που είναι η εισπήδηση του έρωτα σε αγάπη. Μπορούν όλοι οι έρωτες να μεταπηδήσουν στην αγάπη; Κατά τη γνώμη μου όχι, παρά μόνο δυο μορφές, η μια είναι αυτή όπου ο έρωτας δεν θα φτάσει ποτέ την απόλυτη ευδαιμονία, οπότε η νοητική σύγχυση δεν θα επικρατήσει και η άλλη, ακόμα πιο ποιοτική μορφή, είναι να αντιληφθούμε τη νοητική υπεροχή του άλλου, που ο ένας θα εμβιώσει τις πονεμένες, όπως λέω συχνά, αφηγήσεις του άλλου και τότε θα δημιουργηθεί το κάλλος για να προκύψει έρωτας που θα φέρει τα χαρακτηριστικά της αγάπης, δηλαδή θα διατηρεί ο ένας την υποκειμενική υπόσταση του άλλου και θα επικουρεί τη διαρκή εξύψωση της σχέσης.

Στην επόμενη συνάντηση θα μιλήσουμε για τη συναισθηματική αναπηρία του Νάρκισσου, σας το λέω από τώρα να έχετε μια ιδέα. Σας ευχαριστώ.

Σχολιάστε