• img-book

    Στέλιος Χαλκίτης

SALE!
Ο Λούσηρος
5.00 out of 5 based on 1 customer rating
14,33

«ΛΟΥΣΗΡΟΣ», ένα μυθιστόρημα γεμάτο μυστήριο, πάθος, ένταση και με μια πλοκή που συναρπάζει τον αναγνώστη χάρη στην άψογη τεχνική του, με την οποία ο συγγραφέας καταφέρνει να συνδυάσει την έκφραση μιας μυστικής και βιωματικής εμπειρίας με τις εικόνες ενός κόσμου που αλλάζει με ποικίλους τρόπους. Οι ήρωές του – ο Αντώνης, η Σάρα, ο Στέφανος, η Ραλλού – είναι πρόσωπα που διακρίνονται είτε για έναν αφελή ενθουσιασμό, αλλά και με μία απέραντη αγάπη για τους άλλους, είτε είναι πρόσωπα-αρχέτυπα, με στοιχεία ανώτερης συμπεριφοράς, τα οποία προσωποποιούν τη νοσταλγική ανάγκη του ανθρώπου για έναν ουσιαστικό, πρωτόγονο τρόπο ζωής. Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου διακρίνει κανείς την προσπάθεια να εκφραστούν τα ανθρώπινα πάθη, οι εφιάλτες και οι φόβοι, οι κλειστοφοβικού τύπου περιορισμοί και οι συγκρούσεις χαρακτήρων. Ωστόσο, εκείνο που μένει ως εντύπωση και κυρίαρχη εικόνα είναι τα λυτρωτικά όνειρα και οράματα, καθώς και οι υπεραισθητές εμπειρίες που αποτυπώνουν με τρόπο σχολαστικό την παθιασμένη αγάπη για τον άνθρωπο.

Μιλτιάδης Παπανικολάου,
Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης – Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Παρουσίαση του βιβλίου

Φωτογραφίες από την εκδήλωση

Πρόσκληση για την παρουσίαση του βιβλίου

στο Hot News

Κριτικές για το βιβλίο

Η κα. Μαλαματή Βαλάκου – Θεοδωρούδη, Επιτ. Δικηγόρος, Πανεπιστημιακός γράφει…

Ο κ. Στέλιος Χαλκίτης με αυτό το συναρπαστικό μυθιστόρημα προσφέρει-δωρίζει στο αναγνωστικό κοινό ένα ακόμη απόκτημα που φέρει τον τίτλο «Ο Λούσηρος» με έντονα άσπρα γράμματα στο εξώφυλλο, σε γήινο φόντο, όπου δύο γυναικείες μορφές δεσπόζουν, ενώ μια τρίτη δυσδιάκριτη, αναδεικνύεται μέσα από τα στάχυα που το πλαισιώνουν.

Με την πρώτη εξωτερική ματιά, τα φυσικά ερωτήματα του αναγνώστη επικεντρώνονται στις γυναικείες μορφές, στο ψυχισμό ή στην πορεία τους σε ένα περιβάλλον, που ενδεχόμενα θα μπορούσε να σημαδέψει το δρόμο τους, ενώ παράλληλα στο πίσω μέρος του μυαλού του προβάλλεται σημειολογικά το ασυνήθιστο όνομα « Λούσηρος» σε καθαρή αναφορά.

Άραγε ποιος να είναι ο «Λούσηρος»; αναρωτιέται φευγαλέα ανοίγοντας το βιβλίο, που τον αιχμαλωτίζει χωρίς χρονοτριβή στις σελίδες του από την αρχή μέχρι το τέλος. Εκεί ο συγγραφέας με περισσή δεξιοτεχνία και απαράμιλλο λογοτεχνικό ύφος υφαίνει μια ιστορία-παραβολή, που την τοποθετεί σε ένα πανέμορφο νησί, όπου ο χρόνος ακολουθεί τα πρόσωπα σε βάθος δύο γενιών, ξετυλίγοντας ο ίδιος (συγγραφέας)άλλοτε γρήγορα άλλοτε αργά το κουβάρι της αφήγησης, ανάλογα με τις ανάγκες τις στιγμής και τις ιδιαιτερότητες του χρονικού περιβάλλοντος, χρησιμοποιώντας μάλιστα έννοιες λιτές ή σύνθετες, εναρμονισμένες ή αντιφατικές αλλά ποτέ περιττές ή χωρίς αιτιολογία, ώστε να γίνονται αναγκαίες οι πολλαπλές αναγνώσεις και να διευκολύνονται οι διδακτικές παραδοχές ή και οι αντιρρήσεις.

Τα κύρια πρόσωπα της ιστορίας είναι ό Αντώνης, η Σάρα, ο Στέφανος και η Ραλλού, που πλαισιώνονται από δευτερεύοντα, εξίσου σημαντικά όμως για την πορεία του μυθιστορήματος άτομα, που το εμπλουτίζουν με περιστατικά μοναδικά ή επαναλαμβανόμενα, συνηθισμένα ή έκτακτα, χρήσιμα ή μηδαμινά, και σε κάθε περίπτωση απαραίτητα για να ολοκληρωθεί η δομή της. Η σπάνια ομορφιά της πολυσύνθετης εικόνας του νησιού ξεμακραίνει μπροστά στη βαρύτητα της τοπικής κοινωνίας, ως θεματοφύλακα των αξιών, οι οποίες απαριθμούνται και περιγράφονται με σύνθετες θετικές ή αρνητικές παραμέτρους για να ζυγιστούν στην ακριβοδίκαιη βιωματική ζυγαριά του συγγραφέα, καθώς θα επηρεάζουν τις αποφάσεις των προσώπων, ωθώντας τους σε επιλογές κάτω από την « πίεση της ώρας που οι ψίθυροι σηκώνονται όρθιοι και πετροβολούν».

Η ζωή των προσώπων εμφανίζεται με κάθε λεπτομέρεια καθώς κυλά η αφήγηση και δικαιολογείται η ψέγεται με όρους φιλοσοφικής αναζήτησης και αναγωγής σε πανανθρώπινες αξίες. Τα ιδιοσυγκρασιακά τους χαρακτηριστικά που από την ίδια την ανθρώπινη φύση επιχειρούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο καλό ή στο κακό, στο δίκαιο ή στο άδικο, στο απλό ή στο σύνθετο, στο υγειές ή στο νοσηρό στην αγάπη ή στο μίσος, στη δύναμη ή στην αδυναμία, στην ομορφιά ή στην ασχήμια αναζητούν το νόημα της ζωής, δίνοντας την ευκαιρία στο συγγραφέα να επισημάνει «Υπάρχουν άσπιλες ψυχές, αμόλυντες ζωές δεν υπάρχουν».

Με τη δεξιοτεχνία ενός επιτυχημένου χειρούργου και τη σοφία ενός αναγνωρισμένου πνευματικού βυθίζεται ο συγγραφέας στην ψυχή των ηρώων του και αποκαλύπτει μύχιες σκέψεις, όνειρα, ευχές επιθυμίες, πάθη, εφιάλτες, φόβους, περιορισμούς, συγκρούσεις, ψυχογενείς υπερβολές, που τις παραβάλλει με τις επιταγές της μικρής κοινωνίας για να προβληματίσει υποσυνείδητα και να διδάξει ενσυνείδητα αρχές και αξίες που θα αποτελέσουν το μέτρο και το όπλο άμυνας στους λογισμούς κάθε ανθρώπου, ώστε να αναγνωρίσει το θησαυρό της αγάπης, τη δύναμη της συγχώρεσης, την ευημερία της ειρήνης και τον πλούτο της δικαιοσύνης.

« Οι κοινωνίες θέλουν τοτέμ και η ανθρωπότητα αξίες» θα γράψει στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του ο Ν. Γαληνός στο Στέφανο, που αξίζει να διαβαστεί με πολλή προσοχή για τις παρακαταθήκες της. « Μην επιτρέψεις στον εαυτό σου να συνηθίσει λέξεις όπως πόλεμος, πείνα, αρρώστια, θάνατος. Όταν τις συνηθίσεις ξεχνάς την ουσία τους» ή και «Αν η θέση σου περιέχει ανθρωπιά είσαι σε καλό δρόμο. Αξία δεν είναι να τρέχεις γρήγορα με δυνατά πόδια, αλλά να βαδίζεις σωστά, όταν αυτά λείπουν»…… Δεν θα σταθώ στην ενδιαφέρουσα υπόθεση του μυθιστορήματος. Προτιμότερο είναι να τη διαβάσει ο αναγνώστης μόνος του. Θα μείνω για λίγο όμως σε δύο σημεία «ύμνων» του βιβλίου, που αναφέρονται το ένα στον «έρωτα-αγάπη» και το δεύτερο στο σεβασμό προς τη «γυναίκα-μητέρα».

Στο πρώτο, ο συγγραφέας χειρίζεται με σχεδόν μυστικιστικό τρόπο το βιωματικό υλικό του ζευγαριού-ερωτικό σμίξιμο- και μας βυθίζει στη μοναδική απόλαυση μιας πραγματικής θεϊκής ζεύξης, χωρίς ψεγάδια υποκριτικότητας και δισταγμού. Στο δεύτερο, η σημαντική θέση της γυναίκας στη δημιουργία της αρμονίας του κόσμου, παρουσιάζεται αυθεντικά, ακριβοδίκαια με απεριόριστο σεβασμό προς τη «μητέρα» και μάλιστα προς την « ανύπαντρη μητέρα», όπου δεν παραλείπει να αναρωτηθεί ο ίδιος (χωρίς να υποστηρίζει την επιδίωξη) «Γιατί να καταδικάσεις μια ανύπαντρη μητέρα αντί να αφήσεις το ιερό μυστήριο της μητρότητας να εξελιχθεί σε πανηγυρισμούς, σε θρίαμβο».

Τα δικαιώματα των ανθρώπων και τα απαραβίαστα δικαιώματα του παιδιού, «Όπου ο πολιτισμός δεν δίνει άλλοθι στις παρεκτροπές» σκιαγραφούνται ανεξίτηλα μέσα από την περίπτωση-οδυνηρή εμπειρία της Σιμόν, που έζησε στα μικράτα της μια περιθωριακή ζωή λόγω της καταγωγής της και στην περίπτωση κακοποίησης παιδιών όπου η τελευταία αγόρευση-καταγγελία του Στέφανου αποτελεί ένα μεγάλο «κατηγορώ» και δίνει μια ευοίωνη προοπτική για την εξάλειψη τέτοιων οδυνηρών φαινομένων. Χίλιες μύριες μύχιες σκέψεις, άλλα τόσα διδακτικά παραδείγματα, ξεχασμένες εκφράσεις και γνωμικά προβάλλονται στις σελίδες του βιβλίου μαζί με εξαιρετικές περιγραφές τοπίων, εικόνων, συναισθημάτων ή και απλών πραγμάτων, όπως π.χ. η λεπτομερής περιγραφή και περιποίηση του γιαπωνέζικου σπαθιού ή η ζωντανή περιγραφή του ψαρέματος και μαγειρέματος ενός χταποδιού, που ξυπνά μια βαθειά νοσταλγία μέσα μας για τον πρωτόγονο τρόπο ζωής.

Και μέσα σ’ όλα αυτά, πού να κρύβεται άραγε ο Λούσηρος; Υπάρχουν πολύ λίγες αναφορές στο βιβλίο και η ομολογία του Στέφανου ότι είναι ο φανταστικός του φίλος, χρειάζεται εμβάθυνση. Ότι υπάρχει και δεν υπάρχει, η επιλογή μας να το συναντήσουμε, η λογική της σοφίας, η ισορροπία του λογισμού, ο κώδικας ζωής το μέτρο αξιολόγησης προς την αναζήτηση και εξερεύνηση δεν είναι παρά σκόρπιες αναφορές. Η καθαρή απάντηση είναι υπόθεση και πλούτος του αναγνώστη, Στο κάτω-κάτω ένα εξαιρετικό βιβλίο πολλαπλής ανάγνωσης, ποικίλης προσέγγισης, απόσταγμα εμπειρίας χρόνων με πολύτιμες ψηφίδες διδαχής, δεν μπορεί παρά να είναι σύνθετης απόδοσης.

Η κα. Βασιλική Μολφέση γράφει…

“Ο Λούσηρος” του Στέλιου Χαλκίτη είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα με συναρπαστική πλοκή και με κεντρικούς του ήρωες τον Στέφανο και τη Ραλλού, δίκαιους και ανώτερης συμπεριφοράς, με ανησυχίες και συναισθήματα, απέναντι σε μια κοινωνία σκληρή και απάνθρωπη.

Ο αναγνώστης συμπορεύεται μαζί τους και βιώνει την αδικία, την περιφρόνηση μα και την αγάπη και την συγχώρεση. Ταυτίζεται με τον κεντρικό ήρωα, τον Στέφανο «που δεν μπορεί να υπηρετεί το μόρφωμα που ονομάζουν κοινωνία με τους δικούς της κανόνες αλλά θα την υπηρετούσε άρτια, αποκαλύπτοντας τις μαύρες, κατασκότεινες γωνιές της, που φοβόταν πως «οι ποντικοί των υπονόμων θα βρίσκουν άλλο τρόπο να επιδοθούν στα χθόνια έργα τους», αυτός όμως ο φόβος δεν ήταν ικανός να τον αποτρέψει στο να πράξει το δίκαιο. Ένα δυνατό μυθιστόρημα που, περιγράφοντας την καθημερινότητα της ζωής των ανθρώπων, τις ανησυχίες τους και τους εσωτερικούς προβληματισμούς τους, εισβάλει στην ψυχή κάθε αναγνώστη, τον προκαλεί να διαλογιστεί, να αναλογιστεί την στάση του απέναντι στον συνάνθρωπό του, κατά πόσο φωνάζει το δίκιο και κατά πόσο συμβιβάζεται με τα άδικα που συμβαίνουν γύρω του. Πόσο τον απορροφά η άδικη συμπεριφορά της κοινωνίας, με τις ρηχές φιλίες, τις υποκριτικές κοινωνικές επαφές που οδηγούν στην απόγνωση, μιας κοινωνίας που είτε σε μικρούς τόπους, είτε σε μεγάλους αποτελείται από ανθρώπους μικρούς, πυγμαίους. Γιατί πρέπει να ‘ναι κανείς τοσοδούλης, κενός, μικρός και λίγος για να καταδικάζει ανύπαντρες μητέρες, να περιφρονεί ανθρώπους διαφορετικούς, επαίτες και τρελούς και να προσκυνά έκφυλα και τιποτένια πρόσωπα, επειδή κατέχουν έναν τίτλο ή ένα αξίωμα.

Πολύ καλογραμμένο βιβλίο, ευαίσθητο, κοινωνικό, φιλοσοφικό, ηθικό με σκέψεις και συναισθήματα, με ένταση, πάθος, μυστήριο, που εκφράζει άψογα τα ανθρώπινα πάθη και τους φόβους, ένα βιβλίο υπερασπιστής του Ανθρώπου, ενάντια σε κάθε κατεστημένο. Και κάποια αποσπάσματα από τα πολλά που έχει να μας δώσει «Ο Λούσηρος»: «Τι ηλίθιοι να σκοτώνονται για μια σημαία… Θα μπορούσαν σημαία τους να έχουν ζωντανή την αγάπη για τον συνάνθρωπό τους. Τι σημασία έχει που έτυχε αυτός να ζει σε διαφορετικό κράτος? Πόσοι λαοί πήγαν χαμένοι από λιμό και πόλεμο… θυσιασμένοι στα συμφέροντα των σημαιοφόρων? Τι παραλογισμός! Μια ολιγαρχία ανέκαθεν χωρίζει τη γη σε οικόπεδα, τους βάζει να σκοτώνονται για να τους κλέβει καλύτερα τον πλούτο, τον ιδρώτα, το νεράκι, τον αέρα.. και κάθε εποχή φοράει άλλο πρόσωπο, σκαρφίζοντας άλλη θεωρία. Πάντα λέγεται «εκμετάλλευση» και πάντα αγριότερη από χθες. Περισσότερο από το μισό των πληθυσμών υποσιτίζεται, πεινάει, κάποιοι ψάχνουν ακόμα και στα σκουπίδια να φάνε κάτι, ενώ η προετοιμασία της ισορροπίας του τρόμου κοστίζει αμύθητα ποσά. Δεν φτάνει που αρπάζουν την μπουκιά απ’ το στόμα των αθώων, ξοδεύουν και τα κρατικά κονδύλια σε αγορές οπλικών συστημάτων- δήθεν πως νοιάζονται για την άμυνα κι όχι επειδή τα εργαλεία του πολέμου έχουν καλύτερες μίζες. Από πότε οι πολεμοκάπηλοι έχουν σημαία και πατρίδα??? Αυτοί ανήκουν εκεί που είναι κρυμμένες οι καταθέσεις τους. Σύμβολα… στήσατε παντού σύμβολα. Μα ούτε ένα δεν λέει την αλήθεια. Τα δικά σας λάβαρα θα ‘πρεπε να ‘χουν ζωγραφισμένη την απληστία, την αποκτήνωση. Το λάδωμα και η ίντριγκα θα ναι τα εξαπτέρυγα, τα «μέσα»… «Ελευθερία!! Δεν θα καταλάβεις αν σου μιλήσω γι’ αυτήν, θα σου πω για τη σκλαβιά κι εσύ βρες μόνος σου τη λευτεριά. Όποιος δεν γνώρισε σκλαβιά δεν ξέρει τι θα πει ελευθερία…Σκλάβος είσαι αν φοράς τα ρούχα που θέλουν οι άλλοι και νιώθεις πνιγμένος, ξένος, μέσα σ΄αυτά, στενά ή φαρδιά δεν έχει σημασία… όταν ακούς τη μουσική που ακούν οι συνομήλικοί σου μόνο και μόνο γιατί έτσι θα είσαι αποδεκτός στην παρέα τους…

Αποσπάσματα

Αν το μυθιστόρημα ήταν ταινία θα ’θελα να ξεκινούσε με μια μουσική υπόκρουση, σαν ρέκβιεμ, και να εμφανιζόταν μια μάνα και γιαγιά μαζί σε ένα τοπίο άχρωμο, ασπρόμαυρου φόντου, και η μάνα να κοίταγε στωικά προς το μέρος μου με ένα βλέμμα σμιλευμένο από τις εμπειρίες των ασήκωτων χρόνων, και όμως εκείνη να είναι λεπτή μέσα στο παλιό, μαύρο, μακρύ μέχρι τους αστραγάλους φόρεμά της, και τα μαλλιά της πλεγμένα με τέχνη σε έναν υπέροχο πλοχμό, ριγμένο στη δεξιά μεριά του λαιμού της, να ακουμπά στο πάλλευκο στήθος της που το είδαν μόνο όσοι ήπιαν το γάλα αυτής της γυναίκας, και σαν περάσει απέναντι, να στέκεται βουβή, να παρατηρεί και να σκέφτεται σοφή και ολιγομιλούσα –γιατί αυτό κατάλαβε πως πρέπει να κάνει μόνο–, να παίρνει μια έκφραση και να περιμένει να την ερμηνεύσουν τα παιδιά και τα εγγόνια της. η σοφή αυτή γυναίκα δεν φωνάζει σε κανέναν, αγωνιά και περιμένει. και όταν δει το ορθό, χαμογελά ευτυχισμένη, και στο λάθος σε παίρνει στον κόρφο της και μυρίζεις το άρωμα της μάνας. Έχει δεμένη την ποδιά στη μέση της. ακόμα μας υπηρετεί

…”η ζωή και η πολιτική είναι η μάχη της ανήθικης πρόκλησης με την ηθική”. Εκείνος ζούσε με την εξαίσια προσδοκία…

…Πρέπει λοιπόν, Στέφανε, να αλλάξουμε κίνητρο, να σταματήσουμε να είμαστε καουμπόηδες στο ροντέο του κόσμου, οι γυναίκες δεν είναι άλογα. Όταν το συνειδητοποιήσουμε, τότε θα κατανοήσουμε τον κόσμο. Είναι τόσο όμορφο να ‘χεις ελεύθερο το πουλί κι εκείνο να κάθεται δίπλα σου γιατί φοβάται μην πετάξεις…

…Δεν είναι όμορφοι οι άνθρωποι που παίρνουν το σχήμα που θέλουν οι άλλοι…

…Τα αισθήματα δεν είναι μόνο άρωμα πραγμάτων. Η αλήθεια είναι πως μυρίζουν λίγο από πράγματα, στην ουσία τους, όμως, είναι η μεγάλη ανάγκη να ξεχάσουμε το φόβο του θανάτου. Κωδωνοκρούσιες μυρωδιές μιας στιγμιαίας νίκης απέναντι στη μνήμη του θανάτου πριν βιώσουμε την πανωλέθρια συντριβή μας…

…Μη μιμηθείς τους άλλους, μη γίνεις σκλάβος μιας ζυγαριάς που ζυγίζει τα λόγια σου. Πες ό,τι έχεις να πεις και μη βάλεις τη ζωή σου στο καντάρι να ισορροπήσει με ένα δράμι κάλπικο…

…Αν είσαι κάποια ή κάποιος με κοιλιά γεμάτη άρτους, πατσάδες, και πλακούντες ψυχών που δεν αγαπάς τον άνθρωπο, κάνεις πως πιστεύεις στο Θεό, λαθροβιείς χωρίς αξίες κρυπτόμενος στον ίσκιο των αρχών, κάνεις πολτό τις συνειδήσεις, υπακούς στα κελεύσματα, δεν πατάς ποτέ ανορθόδοξα σε παράξενους δρόμους που φιλοξενούν ζωές, δεν γεύεσαι το πικρομέταλλο της αμφιβολίας, αν ελπίζεις ακόμα στη λύτρωση, αν είσαι μια εξοχότητα κακίας, ένας στολισμένος ύπατος, τότε σταμάτα εδώ. Μη ξεφυλλίζεις άλλο τις σελίδες διότι μετ’ ολίγον τα ροδοπέταλα γίνονται σκληρά σαν ξύλα και τα ξύλα έχουν ακίδες.

Χίλιες φορές καλύτερα προσποιήσου πως νυστάζεις και κλείσε τα μάτια, μπορεί να σε πάρει ο ύπνος, ειδάλλως ελλοχεύει κίνδυνος να καταλάβεις πως ήσουνα ρόλος σ’ αυτό το βιβλίο και τότε αλίμονό σου…

…Σκούριασε το κούτσουρο ή πάντα είχε τη σκουριά;…

…Ο άντρας αυτός δεν επιδείκνυε δεξιοτεχνία προσπαθώντας να αποκτήσει τον έλεγχο των πιο κρυφών κυττάρων της, ερεθίζοντας στο σώμα της πρωτόγονα ένστικτα. Ούτε σκόπευε να τη χρησιμοποιήσει για να χορτάσει την πείνα του. Ήταν συγκλονισμένος, αληθινά συνεπαρμένος από την επαφή μαζί της.

Της προσφερόταν· προσφερόταν όχι σε μια σκοτεινή Αστάρτη του ίμερου και της λαγνείας, αλλά όπως θα τιμούσε ο Ορφέας την Ευρυδίκη του αν κατάφερνε τότε να την περισώσει από το βασίλειο του Άδη.

Τη λάτρευε εκείνη τη στιγμή και παραδινόταν στη λατρεία της. Ποθητή όσο ποτέ, να τον ποθεί όσο κανέναν, συστρεφόταν από τους γλυκασμούς, ώσπου το λαίμαργο τρέμουλο στα λαγόνια της δεν άντεχε άλλο. Ήταν μεγάλη η καρτερία της κοίτης του κορμιού της. Ολοφάνερα αποφασισμένος να χαθεί μέσα της χωρίς την παραμικρή δικλείδα ασφαλείας, με μια αφοσίωση τόσο ατόφια που κι εκείνη του πρόσφερε τη σχισμή στην αιχμή του. Ενώθηκαν σε μια εικόνα μαγική που καίει το μυαλό και τα στήθια του κόσμου. Τύλιξε τις μακριές της γάμπες στα πλευρά του και ακολούθησε παρακλητικά τον επιδέξιο καλπασμό του…

Τα μάτια τους γέμισαν άστρα, σιωπή και εξαγνισμένους σπασμούς.

Ολοκλήρωσαν! Μέχρι οστέων και μυελών και μερισμού ψυχής ίσως έλεγε και εδώ ο Καβάφης.

Εκείνη έσυρε μια κραυγή που ακούστηκε μέχρι τα απέραντα του κόσμου.

Μια σταγόνα κατηφόρισε στο μάγουλό της, ένα δάκρυ ικανοποίησης. Δεν ήταν η τέχνη του έρωτα, η ορμή της κορύφωσης, το Πάσχα της ηδονής, αλλά η πρωτόγνωρη μέθεξη.

Αργότερα ντυμένοι κοντά στη φωτιά που άναψε εκείνος. την κρατά αγκαλιά και παραμερίζει τρυφερά τα μαλλιά από το πρόσωπό της το ασημογάλαζο στο σεληνόφωτο.

Ήθελε να του ζητήσει συγνώμη και να του πει κάτι να το αποστηθίσει η καρδιά του, αλλά πρόλαβε μόνο να ψιθυρίσει το όνομά του, «Στέφανε», και δεν πρόφτασε να αρθρώσει άλλη λέξη, έβαλε το δάχτυλό του στα χείλη της. «Σσσσς, σώπα» της είπε σφίγγοντάς την και εκείνη ακούμπησε το μάγουλό της στο στήθος του για λίγες στιγμές παραδείσου.

Ένας άνεμος θρασύς, θαρρείς είχε τους λόγους του, προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά…

…Τελικά, το μόνο αληθινό είναι ο Ήλιος. Όμως κι αυτός μας ξεγελά για οκτώ ολόκληρα λεπτά…. Και μια μέρα, όταν σβήσει, θα μας έχει πει ψέματα πως είναι ακόμα εκεί και μας ζεσταίνει, οκτώ ολόκληρα λεπτά θα κρατήσει το ψέμα του, μετά θα αποκαλυφθεί, και τα οκτώ λεπτά κοροϊδίας θα καταστρέψουν τα δισεκατομμύρια χρόνια που μας έδινε φως υπομένοντας τα πάνδεινα στα σπλάχνα του.

…Είναι στιγμές που ο άνθρωπος γίνεται δηλητήριο και η ψυχή του φίδι. […] Πόση άγνοια έχουμε και πόσο δυσκολεύουν τη ζωή μας οι άγριες πεποιθήσεις και οι ανίεροι σκοποί…

…Λίγες φράσεις απ’ τα γραφτά της σε ένα μπλε μαθητικό τετράδιο:

“Μ’ αυτά και μ’ αυτά ξέχασα να κατεβάσω το κεφάλι και να στρέψω το βλέμμα δίπλα μου, σ’ αυτούς που μ’ έχουν ανάγκη. Μόλις τώρα το κατάλαβα. Το αποφάσισα! Θα κοιτάω γύρω μου. Χόρτασα πια απ’ την αναπάντητη βουβή ομορφιά της ματιάς μου στ’ αστέρια”.

…Κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος νέος έπρεπε να πεθαίνει και ο Θεός…

….Τότε οι καμπάνες της εκκλησίας, εδώ πιο κάτω, χτύπησαν δυνατά σαν διαμαρτύρηση…

…Τι ειρωνεία να διαμαρτύρονται οι φωνακλάδικες και αφειδώς ανοικτίρμονες καμπάνες στη λογική ενός λαχανιασμένου ανθρώπου χωρίς προσεχές και απώτερο μέλλον…