Το τελευταίο του μυθιστόρημα, «De Profundis, Αναμάρτητοι Έρωτες» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Πηγή – μας έδωσε το έναυσμα για μια συζήτηση μαζί του. Θίγει με τόλμη δύσκολα πράγματα, που συνήθως αποφεύγουμε να θίξουμε, βρίσκει τρόπο να τα αναδείξει δίνοντας τον λόγο στον ορθολογισμό των ηρώων του. Είναι μία ευλογία να έρχεσαι σε επαφή με τέτοιους ανθρώπους. Πλουτίζεις σαν άνθρωπος.
Δύο σφοδροί έρωτες και μια δυνατή φιλία συμμαχούν ενάντια στις δυνάμεις της γενετικής και του πεπρωμένου και εκτροχιάζουν ότι φαινόταν να κινείται σε τροχιές παγιωμένες και αναπότρεπτες. Οι σχέσεις που αναζητούν τα δύο ζευγάρια είναι σχέσεις χωρίς υποκρισία με απόλυτη ειλικρίνεια. Έίναι δίκαιοι απεχθάνονται την προσποίηση και αναζητούν την αγάπη. Έρωτες που μεγαλουργούν, όχι μόνο αναμάρτητοι αλλά και ευεργετικοί.
Στο νέο σας βιβλίο «De Profundis, Αναμάρτητοι Έρωτες» συνενώνονται πολλά είδη μηνυμάτων (κοινωνικά, φιλοσοφικά, ψυχολογικά, ηθικά). Τι θα ήταν ιδανικό για εσάς να εισπράξει από αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης;
«Με ενδιαφέρει πάντοτε το βαθύτερο νόημα της υπόθεσης που αφηγούμαι, το οποίο φροντίζω να μην πηγάζει από ισχυρισμούς, αλλά να εδράζεται σταθερά στην υπόθεση που εξιστορώ, και νομίζω ότι οι το αναγνωστικό κοινό είναι σε θέση να το αντιληφθεί, ωστόσο δεν παραβλέπω και τα επιμέρους νοήματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό που συμβαίνει είναι μια διαλεκτική συνάρτηση του αφηγήματος με τις προσωπικές συνάφειες του καθενός. Σχεδόν πάντα στοχεύω σε αποτίναξη των δεσμεύσεων, έτσι ώστε να επαναπροσδιορίσει ο αναγνώστης την αξία, όχι ως τιμή, αλλά ως ουσία των πραγμάτων».
Θίγονται θέματα ηθικής, τόσο στην εκκλησία όσο και στην πολιτική εξουσία. Πώς αποφασίσατε να ανοίξετε αυτό το τεράστιο θέμα;
«Θίγονται γιατί τίθενται αυτά τα θέματα. Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες γεγονότων και συμβάντων που καταδεικνύουν την κατάπτωση. Βλέπουμε την καμπύλη ηθικών ελλειμμάτων να είναι συνεχώς ανιούσα, τα ηθικά ελλείμματα και των μεν και των δε αποτελούν πλέον τυπολογικά χαρακτηριστικά που είναι παρόντα και βοούν, ο κοινωνικός ιστός αποσυντίθεται ενώπιόν μας, εμείς θα κωφεύουμε; κανένας θεσμός δεν πρέπει να είναι στο απυρόβλητο, αυτοί ειδικά οι θεσμοί βρίσκονται σε ιδιάζουσα συνάρθρωση, σχέση εξάρτησης, αλληλοχειραγώγησης και συγκάλυψης. Ο παρά φύσει εναγκαλισμός τους και οι διαρκείς παρεκκλίσεις τους από τις αξίες αποτελούν μέγα εμπόδιο στην κατάργηση ανεδαφικών επαγγελιών και στη σχεδίαση έντιμων πολιτικών προόδου».
Κατά τη γνώμη σας, πώς θα μπορέσουμε να βγούμε από αυτή την ηθική σήψη και να ανακάμψουμε ως λαός;
«Αυτό είναι μεγάλο θέμα και συνάπτεται ειδικά με την παιδεία, παράλληλα όμως, είναι απαίτηση εμείς οι μεγαλύτεροι να αναθεωρήσουμε βεβαιότητες και να αποτινάξουμε αγκυλώσεις και εμμονές. Πρέπει να πάψουμε να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και τον εγγύτερο περίγυρο, οφείλουμε να σκεφτούμε διαφορετικά, εγκαθιστώντας μέσα μας νέο αξιακό κώδικα. Η τελεσφόρος έκβαση εξαρτάται από εμάς».
Η ζωή και οι συνθήκες κάνουν πάντα ό,τι μπορούν ώστε να μας περιορίσουν. Ποιος είναι αυτός που πραγματικά αποφασίζει για τη ζωή μας; Δεν είμαστε εμείς;
«Έμείς είμαστε που αποφασίζουμε, όμως όχι για να ζήσουμε, αλλά για να κτίσουμε τη δική μας φυλακή, δηλώνοντας απόλυτη υπακοή στη μόδα, στην απληστία, στους μύθους, στην μπακιρένια λάμψη, στα μεταθανάτια υποσχετικά και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός. Αν θέλαμε αλλιώς τον κόσμο, ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός».
Τι μπορεί να καταφέρει κανείς με τη δύναμη της αγάπης; Υπάρχει στην πραγματικότητα το στοιχείο της αφοσίωσης ανάμεσα στους ανθρώπους ή μόνο στη λογοτεχνία συμβαίνει αυτό κι έτσι εξιδανικεύονται οι μεγάλες αγάπες στις σελίδες της;
«Νομίζω ότι η δύναμη της αγάπης διαχεόμενης προς όλους τους ανθρώπους, αν και ποθούμενο, είναι ανέφικτο, η αγάπη όμως μεταξύ δύο ανθρώπων δεν νομίζω ότι είναι προνόμιο της λογοτεχνίας, το αντίθετο, πιστεύω ότι η λογοτεχνία άδραξε το θέμα και ασχολήθηκε με ζήλο. Οι Μεγάλες Αγάπες δεν είναι μυθοποιητικές κατασκευές, είναι πραγματικότητα, είναι κατ’ αρχήν συνάντηση, η οποία επισυμβαίνει όταν συναντηθούμε και συμβληθούμε με τον «άλλον» στην ανοικτότητα, εντός του οικείου κόσμου μας».
Η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει το αναγνωστικό κοινό; Η λογοτεχνία χρειάζεται «κρίσεις» για να ανθίσει;
«Η οικονομική κρίση στη χώρα μας είναι σαρωτική, κατά συνέπεια έχει επηρεάσει σχεδόν όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση. Η λογοτεχνία αναζητά, ερμηνεύει και κομίζει νοήματα, είναι η επιστροφή στην οδό της γλώσσας μιας εμπειρίας αρνούμενης να υποταχθεί στη λήθη της και οι κρίσεις είναι «δυνατές» και δυναμικές εμπειρίες».