«Από την πρώτη φορά που επισκέφτηκα τη Θεσσαλονίκη πριν από χρόνια, ένιωσα άνετα, φιλόξενα. Ήμουν περαστικός τότε, όμως εντυπώθηκε στη μνήμη μου αυτό το συναίσθημα. Από τότε, όποτε –έστω και αραιά– βρέθηκα σ’ αυτή την πόλη, δεν άλλαξε τούτη η αίσθηση. Απέκτησα λίγους φίλους που, προϊόντος του χρόνου και των κοινών στοχεύσεων, έγιναν φίλοι καρδιάς. Έτσι, χωρίς να το επιδιώξω ιδιαίτερα, «στάθηκε» να εκδοθεί το πρώτο μου βιβλίο από εκδοτικό οίκο της Θεσσαλονίκης παρόλο που δεν ξεκίνησε έτσι. Στην παρουσίαση του «Μάργκινους Μόριους», του πρώτου μου βιβλίου, η προσέλευση του κόσμου ήταν απρόσμενα μεγάλη. Αισθάνθηκα να με αγκαλιάζουν, να με υποδέχονται πολύ φιλικά, πολύ ζεστά, να με φροντίζουν κατά κάποιο τρόπο. Στην παρουσίαση του δεύτερου βιβλίου μου με τίτλο «Ο Λούσηρος», ίσως εξαιτίας της απήχησης που είχε το πρώτο, έφτασαν από παντού και με συγκίνησε αυτή η υποδοχή και η αποδοχή του κόσμου. Μερικές φορές, μπορεί το ταξίδι να είναι κουραστικό, μπορεί οι συνθήκες να γίνονται ή να τυχαίνουν αντίξοες, αλλά το πλησίασμα των ανθρώπων έρχεται σε πλήρη ανταπόδοση.»
Ο Λούσηρος, «ένα μυθιστόρημα γεμάτο μυστήριο, πάθος, ένταση και με μια πλοκή που συναρπάζει τον αναγνώστη χάρη στην άψογη τεχνική του, με την οποία ο συγγραφέας καταφέρνει να συνδυάσει την έκφραση μιας μυστικής και βιωματικής εμπειρίας με τις εικόνες ενός κόσμου που αλλάζει με ποικίλους τρόπους» γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ο κ. Μιλτιάδης Παπανικολάου Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης – Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Σε ποιο βαθμό μπορεί να θεωρήσει κανείς, κ. Χαλκίτη, πως αυτά που εναποθέτετε στα βιβλία σας είναι στοιχεία και καταστάσεις του προσωπικού σας ψυχισμού και βίου, τεκμήρια μιας μυστικής και βιωμένης ιστορίας;
«Ο συγγραφέας έχει ίσως το χάρισμα ή το χαρακτηριστικό ή την ευαισθησία να παρατηρεί, να «ακούει», να ξεχωρίζει, να συνυπάρχει, να «βιώνει» τις ζωές των συνανθρώπων του με δύναμη, με ένταση, ίσως και με «μυστικό πάθος» περισσότερο από άλλους. Αυτοί οι αφηρημένοι προβληματισμοί, φυσικά μέσα από το φίλτρο του προσωπικού ψυχισμού και εσωτερικού στοχασμού, ως εαυτοστρεφές κοίταγμα, αλλά όχι απαραίτητα ως βιωμένη πραγματικότητα, ωθούν στην έκφρασή τους μέσω της γραφίδας του συγγραφέα.»
Στον Λούσηρο κυριαρχεί το ερωτικό στοιχείο. Ο Πλάτωνας θεωρούσε τον έρωτα μία θεία τρέλα, ένα παραλήρημα εμπνευσμένο από το Θεό. Εσείς, σήμερα, μπορείτε να μας βοηθήσετε να απλοποιήσουμε την πολυπλοκότητα του μυστηρίου του έρωτα; Τι είναι αλήθεια για εσάς ο έρωτας; Είναι θέμα καρδιάς, γονιδίων, θέμα χημείας, χρονικής σύμπτωσης, είναι μια κατάσταση ψυχιατρική ή κάτι άλλο;
«Θα ξεκινήσω από το τέλος. Ο έρωτας είναι θέμα αναζήτησης μιας γυναίκας, για τους άντρες, που νομίζουμε πως ομοιάζει με τη μάνα μας ή για τις γυναίκες, αντίστοιχα, με τον πατέρα τους. Δεν θα αναφερθώ στον έρωτα με αποκλειστική στόχευση στον αισθησιασμό που τον αποκαλώ νοητική σύγχυση, η οποία απομακρύνεται όταν χορτάσει κανείς την πείνα του, ούτε στον έρωτα που εξιδανικεύει τη γυναίκα – μάνα ή τον άντρα – πατέρα, διότι και αυτός έχει, εξ ορισμού, βεγγαλικό προορισμό. Μιας και αναφερθήκατε στον Πλάτωνα, θα δώσω μια φιλοσοφική διάσταση του αληθινού έρωτα όπως τον αντιλαμβάνομαι. Μιλώ λοιπόν για τον έρωτα που στην κορύφωση της ερωτικής συνομιλίας επέρχονται «εξαγνισμένοι» σπασμοί όπως αναφέρω στον Λούσηρο. Είναι ο έρωτας όπου το αρσενικό και το θηλυκό, μέσω του εξαγνισμού, τολμούν να ενωθούν καταργώντας τα πέρατα του κόσμου και φτάνουν στα απέραντα του κόσμου. Είναι η αναγκαία ορμή να στερήσουμε από το θάνατο την επιλογή της στιγμής, να οριοθετήσουμε εγγύτερα το μεθόριο όριο και να ρουφήξουμε, σε λίγες εξαγνισμένες στιγμές, όλη τη ζωή.»
Ο έρωτας είναι μια από τις σταθερές αξίες της λογοτεχνίας. Και όμως εκτιμά κανείς πως δεν υπάρχει άλλο βιβλίο στην ελληνική λογοτεχνία που να παρουσιάζει με τέτοιο ποιητικό τρόπο τη γοητεία της ερωτικής σχέσης, τις βαθύτερες πτυχές του ύψιστου αυτού συναισθήματος. Πρόκειται για μια κατάδυση μεθυστική στο βάθος του εαυτού τους, της Ραλλού και του Στέφανου. Πώς το καταφέρατε αυτό, κ. Χαλκίτη;
«Αυτός δεν είναι ο κρυφός πόθος όλων μας, να συνομιλήσουμε ερωτικά με το ταίρι μας σε ένα βαθύτερο σημείο ιδανικής και πολυδιάστατης κατανόησης; Μια τόσο ποθούμενη και υψηλή βιωματική εμπειρία, που δοκιμάζει ακόμα και τον θάνατο, νομίζω της αξίζει να περιγραφεί με την καλύτερη δυνατή εξύψωση.»
Διαβάζοντας κανείς τα βιβλία σας απολαμβάνει τους ακέραιους διαλογισμούς τη μαγεία εικόνων και των ήχων των λέξεων και βυθίζεται σε μια αίσθηση ηδονική. Μιλάτε τη γλώσσα της παγκόσμιας αναζήτησης. Αλήθεια, από πού αντλείτε και δημιουργείτε αυτόν τον λεξιλογικό πλούτο; Μιλήστε μας για το γνωστικό σας υπόβαθρο, για τα διαβάσματά σας, για τα βιβλία που σας επηρέασαν. Ο φιλολογικός κόσμος και όχι μόνο δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον για εσάς και περιμένει να μάθει όλες αυτές τις πληροφορίες για τη ζωή σας που αφορούν το έργο σας.
«Οι εγκύκλιες σπουδές ενός συγγραφέα δεν ενδιαφέρουν κανέναν, μάλιστα αποπροσανατολίζουν από την βασική του στόχευση. Σχετικά με τον λεξικολογικό πλούτο που λέτε, νομίζω οφείλεται στη μελέτη και στους καλούς δασκάλους. Ο Ντοστογιέφσκι στην παιδική ηλικία με συντρόφευε με το «Υπόγειο» και αργότερα με όλα του τα έργα. Ο Κάφκα με βοήθησε να σκεφτώ βαθύτερα, ο Αλμπέρ Καμύ με προέτρεψε να εμβαθύνω και φυσικά οι φιλόσοφοι Κίρκεγκωρ, Νίτσε, Ράσελ κλπ μου δίδαξαν την αναλυτική σκέψη. Τα δε ταξίδια μου σε Ινδίες, Θιβέτ, Ιμαλάια κλπ με ανάγκασαν να αναμετρηθώ με τις ανάγκες μου ως ύπαρξη και κατά συνέπεια να αναζητήσω δυνατότητες διεξόδου.»
Στον «Λούσηρο» υπάρχει μια έντονη θεατρικότητα. Θα μπορούσε πραγματικά να γίνει ταινία, όπως έμμεσα εύχεστε στον πρόλογο του βιβλίου σας. Υπάρχει ο σκηνοθετικός πρόλογος, όπου ο ίδιος δίνετε τις σκηνικές οδηγίες, υπάρχουν οι πρωταγωνιστές – ο Στέφανος και η Ραλλού – και άλλοι ολοζώντανοι χαρακτήρες, και μια καταπληκτική πλοκή. Προτείνετε και τη μουσική στο ξεκίνημα του προλόγου: «Αν το μυθιστόρημα ήταν ταινία θα ήθελα να ξεκινούσε με μια μουσική υπόκρουση, σαν ρέκβιεμ…». Μπορείτε να μας εξηγήσετε γιατί επιλέγετε τη συγκεκριμένη μουσική υπόκρουση;
«Μολονότι δεν συμφωνώ με τα περί έμμεσης ευχής να γίνει το μυθιστόρημά μου ταινία, μιας και αυτά δεν με αφορούν, επέλεξα τη θρηνητική μουσική σύνθεση διότι, κατά τη γνώμη μου, όλοι θα χάσουμε τη μάνα, όλοι πονέσαμε τη μάνα και κάποιοι δεν την γνώρισαν καθόλου. Γράφοντας τον πρόλογο ένιωσα θλίψη και το εξέφρασα με αυτόν τον τρόπο.»
Με τα γραφόμενά σας διαφαίνεται, σε κάποια σημεία, μια βαθιά πολιτισμική εκτροπή: κρίση αξιών, κρίση ηθική και κοινωνική που έχει προσβάλλει τα σπλάχνα της ελληνικής κοινωνίας. Τι έχετε να μας πείτε για τις ρίζες της οικονομικής κρίσης και τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα; Πώς διαγράφεται το μέλλον της χώρας;
«Χάνεται η ελληνική κοινωνία, τουλάχιστον όπως τη βίωσαν οι παλαιότεροι και όσο προλάβαμε να δούμε και εμείς λίγο από τη δύση της. Η σκουριά έχει καταρρακώσει τα πάντα. Το να αναφερθούμε στα αφετηριακά αίτια της κρίσης θα πρέπει να μετακινηθούμε σε βαθύτερη προσέγγιση που απαιτεί χρόνο. Μπορώ όμως να σας πω την άποψή μου, ξεκινώντας σχεδόν από τη μέση της οικτρής διαδρομής? νομίζω πως είναι μια κρίση πολιτική που έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε κάθε διάσταση της ελληνικής κοινωνίας και αυτό το κατάφεραν οι πολιτικοί μας μέσω απληστίας κάθε μορφής και ελάσσονος ποιότητας. Έτσι θέσπισαν την αναξιοκρατία περίπου σαν ιερή υποχρέωση, το κυνήγι του χρήματος ως αντικειμενικό σκοπό, την αναβάθμιση της παιδείας ως πλεονασμό, και οδήγησαν την ελληνική κοινωνία, την κοινότητα, την οικογένεια εις κρημνόν. Και δυστυχώς δεν διαφαίνεται γρήγορη μεταστροφή του κλίματος και των νοοτροπιών? αυτές οι μεταστροφές απαιτούν πολλά χρόνια για να εγκατασταθούν στην ουσιακή κατάσταση των πολιτικών και του κόσμου. Απουσιάζει η συνείδηση, όχι υπό την προφανή έννοια που αντιλαμβανόμαστε, αλλά σε μια βαθύτερη κατανόηση? είμαστε απόντες από τις πράξεις μας.»
Διαβάζοντας κανείς τον «Λούσηρο» έχει την αίσθηση πως ακόμα και σήμερα, είκοσι πέντε αιώνες μετά, γράφονται τραγωδίες. Ο αναγνώστης βασανίζεται παρακολουθώντας την εξέλιξη που καταλήγει σε τραγικά γεγονότα. Και το μεγάλο ερώτημα παραμένει: αποφασίζουμε οι ίδιοι για τη ζωή μας ή υπάρχει μία άγνωστη δύναμη, το πεπρωμένο, που μας κατευθύνει άθελά μας; Τι έχετε να μας πείτε πάνω σ’ αυτό;
«Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει πεπρωμένο. Εμείς δημιουργούμε ασυνείδητα αυτό που λέμε πεπρωμένο εξοφλώντας γραμμάτια που έχουν υπογράψει άλλοι και ο λόγος είναι πως είμαστε απόντες από τις πράξεις μας»