“Αφού άρχισε να αμφισβητεί κατά πόσο είμαστε ελεύθεροι στις επιλογές μας, στις συζητήσεις που είχε με τη Λου εκείνη συμφώνησε μαζί του πως πράγματι ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Αποφασίζει κάτι άλλο μέσα του βαθιά. Αρκετά νωρίς, πριν από κάθε απόφασή μας, άλλος είναι αυτός που αποφασίζει και όχι εμείς και μας σερβίρει τη διαταγή του δική μας επιλογή. Οι εσωτερικές επιταγές είναι αμετάκλητες; Εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι;”
Περιγράφει με απόλυτη καθαρότητα τη ζωή του κεντρικού του ήρωα, του επτάχρονου Οδυσσέα, ο οποίος ελάχιστα εμφανίζεται μπροστά μας σαν γιος αφού πολύ γρήγορα μεταβάλλεται σε απόκληρο της ζωής και κακοποιείται στο σώμα του και στην ψυχή του σε χώρους εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας. Παρουσιάζεται ως ένα παιδί ευαίσθητο με έντονη εσωτερικότητα, κατατρεγμένο από τη μοίρα, που δεν θα βρει στοργή και αγάπη στο σπίτι που το φιλοξενεί και θα στραφεί στα στοιχεία της φύσης για να εναποθέσει εκεί τη σκέψη και τα προβλήματά του. Μα ούτε το επίσημο σχολικό περιβάλλον θα σταθεί κοντά στον μικρό Οδυσσέα. Μόνο μια νέα φωτισμένη δασκάλα θα του προσφέρει παιδαγωγική και εκπαιδευτική στήριξη μέχρις ότου «αι βουλαί των ανθρώπων» θα την απομακρύνουν από κοντά του. Ο μικρός Οδυσσέας μετασχημάτισε τη θλίψη σε δύναμη και πίστη και άρχισε να προχωρεί όλο και πιο βαθιά στην εσωτερική του αναζήτηση.
Ο συγγραφικός προβολέας ανάβει για να φωτίσει τη ζωή και των άλλων ολοζώντανων χαρακτήρων που θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική του εξέλιξη. Με διεισδυτική και καθαρή ματιά, απευθύνεται τόσο στη νόηση όσο και στο συναισθηματικό μας κόσμο. Μιλάει για τα παράξενα και την αδικία του κόσμου, για τον σκληρό αγώνα της επιβίωσης, για το «ζωντανό πανεπιστήμιο των ανθρωπίνων αξιών» και «τα νοικιασμένα αισθήματα των ανθρώπων». Ψάχνει να βρει απαντήσεις στους υπαρξιακούς του προβληματισμούς. Με μια πλοκή που συναρπάζει τον αναγνώστη σαγηνεύεται η καρδιά, φωτίζεται ο νους.
Αποτελεί ένα ψυχογράφημα που αγγίζει μικρούς και μεγάλους. Διαβάζεται απνευστί.