Δημοσίευση στο “ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ ΛΟΓΩ ΤΕΧΝΩΝ”
Μια συναρπαστική ιστορία ενός σύγχρονου Οδυσσέα, που αντιμετωπίζει με θάρρος και αξιοπρέπεια τη ζωή, προσπαθώντας να μην παρεκκλίνει από την πορεία που θα τον οδηγήσει στην δικιά του “Ιθάκη”.
Μάργκινους Μόριους, ένα βιβλίο σταθμός
Περιγράφει με απόλυτη καθαρότητα τη ζωή του κεντρικού του ήρωα, του επτάχρονου Οδυσσέα, ο οποίος ελάχιστα εμφανίζεται μπροστά μας σαν γιος αφού πολύ γρήγορα μεταβάλλεται σε απόκληρο της ζωής και κακοποιείται στο σώμα του και στην ψυχή του σε χώρους εκμετάλλευσης της παιδικής εργασίας.
Παρουσιάζεται ως ένα παιδί ευαίσθητο με έντονη εσωτερικότητα, κατατρεγμένο από τη μοίρα, που δεν θα βρει στοργή και αγάπη στο σπίτι που το φιλοξενεί και θα στραφεί στα στοιχεία της φύσης για να εναποθέσει εκεί τη σκέψη και τα προβλήματά του. Μα ούτε το επίσημο σχολικό περιβάλλον θα σταθεί κοντά στον μικρό Οδυσσέα.
Μόνο μια νέα φωτισμένη δασκάλα θα του προσφέρει παιδαγωγική και εκπαιδευτική στήριξη μέχρις ότου «αι βουλαί των ανθρώπων» θα την απομακρύνουν από κοντά του. Ο μικρός Οδυσσέας μετασχημάτισε τη θλίψη σε δύναμη και πίστη και άρχισε να προχωρεί όλο και πιο βαθιά στην εσωτερική του αναζήτηση.
Ο συγγραφικός προβολέας ανάβει για να φωτίσει τη ζωή και των άλλων ολοζώντανων χαρακτήρων που θα παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική του εξέλιξη. Οι ζωές τους συγκλίνουν και μαζί διαβαίνουν τις πύλες του ανεξήγητου. Αποτελεί ένα ψυχογράφημα που αγγίζει μικρούς και μεγάλους. Διαβάζεται απνευστί.
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Μάργκινους Μόριους»… Η πρωτεύουσά του ήταν χτισμένη ανάμεσα στα δυο βουνά, στην καλύτερη θέση για βομβαρδισμό. Γιατί όμως να ανησυχεί; Δεν ρίχνουν εύκολα πια βόμβες στα σώματα, κοστίζουν ακριβά• στο μυαλό τις εκτοξεύουν κατευθείαν. Φθηνό, εύκολο και δραστικό αποτέλεσμα. Τώρα δεν επιβάλλουν. Πείθουν τους ανθρώπους να επαιτούν αυτό που θέλουν να τους δώσουν…» Σελ. 49
…Θυμήθηκε την ταραχή που είχε όταν πάτησε για πρώτη φορά τα χώματα του Όρους. Οι αυτοκρατορικές βούλες, τα φιρμάνια, οι διατάξεις και ο φανατισμός την είχαν πείσει πως ήταν ένοχη πυράς. Ο γέροντας της έδειξε τα αίτια και τους ενόχους αυτού του μισογυνισμού και την αποενοχοποίησε. Θα ηχούν για πάντα μέσα της:
Η γυναίκα είναι ο ύμνος της δημιουργίας. Οι καλύτεροι ζωγράφοι κάνουν υπέροχους πίνακες, οι τελειότεροι γλύπτες θεσπέσια αγάλματα. Ζωή όμως δημιουργεί μόνον η γυναίκα. Αυτή είναι δημιουργός. Δεν ντρεπόμαστε παιδί μου; Αποκλείσαμε τις γυναίκες, τα αιώνια φώτα, αυτές που φέρνουν τη ζωή.
Δίχως μάνα δεν θα ήσουν γιος, δεν θα υπήρχε ζωή. Πάνω τους στεριώθηκε η δημιουργία και αντί να πούμε «σε ευχαριστούμε αιώνια μάνα» της κλείσαμε την πόρτα στο Άγιο Βουνό και βάλαμε κέρβερους σε κάθε πύλη…» Σελ. 182
Ο Οδυσσέας βάδιζε τραβώντας γερές γουλιές χλωροφύλλης με δέος και θαυμασμό για τη μεγαλόπρεπη βλάστηση. Στο ξερονήσι που μεγάλωσε τα δέντρα είχαν αποφασίσει από παλιά να μην το κατοικήσουν. Εξάλλου και η ίδια η Λου δεν χόρταινε να ξεχωρίζει τους τόνους του πράσινου, τη σαγηνευτική ευωδία των καινούργιων και των παλιών φύλλων, του βρεγμένου χώματος. Ψίθυροι, κροταλίσματα, σφυρίγματα και άλλα συνθηματικά των κατοίκων σκέπαζαν τα βήματά τους.
Αντάλλασσαν σχολιασμούς λακωνικούς -η φύση τους κερνούσε και δεν ήθελαν να χάσουν ούτε σταγόνα. Μισή ώρα αργότερα ο Οδυσσέας άρχισε να λαχανιάζει. Η δροσιά που τους χάιδευε τα πρόσωπα δεν κατάφερνε να ξεκουράσει τις ανάσες του. Ο ρυθμός τους επιβραδύνθηκε για άλλο ένα μισάωρο, ώσπου ξεπρόβαλε πανώρια μια γέρικη βελανιδιά. Μοιάζει βγαλμένη από παραμύθια με το βαρύ ίσκιο της μνήμης.
Δέσποζε σε αρκετά τετραγωνικά χωρίς κανένα άλλο δέντρο τριγύρω• το δάσος σκέφτηκε να παραμερίσει στο μεγαλείο της. Είχε αποφασίσει μόνη να διαφεντεύει το μυστικό της… Δεν κελεύει τίποτα μόνο προειδοποιεί και καλοτυχίζει σε μια γλώσσα που ελάχιστοι καταλαβαίνουν:
«Άνθρωπε, είσαι ευλογημένος αν έφτασες μέχρι εδώ με επίγνωση του προορισμού σου. Ένα έχω να σου πω. Είναι δύσκολο χρώμα το φως, δεν μπορείς να το δεις κατάματα, όταν όμως το βρεις, φυλάκισέ το για πάντα. Αν πάλι τυχαία βρέθηκες μπροστά μου, ξεκουράσου στη σκιά μου και συνέχισε να νομίζεις πως ζεις, συνέχισε να κοιμάσαι μέχρι την τρομακτική εκείνη ώρα που θα αλλάξει θέση ο εφιάλτης με το όνειρο…»
Αντίθετα με τη δύναμη που εξέπεμπε, η φωνή της γηραιάς βελανιδιάς χρωματιζόταν από λεπτή μελαγχολία. Έβγαλαν τα σακίδια και τα ακούμπησαν στις ρίζες της. Ο τεράστιος κορμός δέχτηκε το χάδι από τις πλάτες τους και θέλησε να τους ανακουφίσει. Σπάνια συναντούσε τέτοια θωριά και το ιερό δέντρο έβαλε τα καλά του. Κάθε τριχοειδές στα φύλλα του απόσταξε το πιο τρυφερό του έλαιο και όλα μαζί, χίλια-μύρια κάτοπτρα, χίλια, μύρια κύμβαλα του υγρού ουρανού έσταξαν «δρόσο Αερμών» στα καταπονημένα τους μέλη. Τι θρόισμα…, τι σκίασμα…, αληθινά βασιλική αυτή η δρυς, καύχημα του πατέρα θεών τε και ανθρώπων…» Σελ. 337
«Ύστερα οι νεφέλες απόσχισαν για την τελευταία παράσταση του άστρου της ημέρας. Ένα όψιμο ουράνιο τόξο ξεμύτισε από τον αυχένα του βουνού και διαπέρασε απ’ άκρη σε άκρη το στερέωμα ιριδίζοντας. Εκεί είναι, έδειξε η Λου με το δάχτυλο. Εξωτερικά ήταν ένα ασβεστολιθικό σπήλαιο από αυτά που συναντάς εύκολα στην ελληνική ύπαιθρο. Στην είσοδο τραγούδαγε πηγή και η Λου έκανε απίστευτες χαρές: Μα ξέρεις, ήταν ξερή, κατάξερη, μπορείς να το καταλάβεις; κοίτα τι νεράκι… κι εγώ έλεγα πώς θα τη βγάζαμε… Και ‘κείνος το αναρωτιόταν. Υπολόγιζε το πόσιμο νερό σε σχέση με τις καθυστερήσεις. “Μέτραγε” τις γουλιές στα παγούρια τους και έμενε εγκρατής για “να έχει” στη δίψα της η Λου.
Και τώρα όλο αυτό το νερό… “Εκζητείται γαρ πρώτον τη βασιλεία των ουρανών και ταύτα πάντα προστεθήσονται υμίν… ”Εκείνη μπροστά κι αυτός ακολουθώντας βάδισαν στο εσωτερικό. Είχε στοές μικρές και στοές μεγάλες, λαβύρινθος! Χρειάστηκε να προχωρήσουν σκυφτοί γύρω στα δέκα μέτρα και έπειτα μια μεγάλη αίθουσα απλώθηκε μπροστά τους. Ο Οδυσσέας έμεινε έκθαμβος. Ταξίδεψε το βλέμμα του απ’ άκρη σ’ άκρη κι ένιωσε δέος στο θέαμα. Στην αρχή δεν μιλούσε, μόνο κοίταζε εκστασιασμένος προσπαθώντας να καταλάβει… Πω! πω!… μα πώς γίνεται αυτό; είπε με ένα τονικό τρέμουλο στη φωνή. Και πλησίασε… Είδες ομορφιά;
Είναι φτιαγμένα από καθαρό χαλαζία. Πάνω σε έναν βράχο που ‘μοιαζε βωμός υπήρχε ένα τεράστιο βιβλίο. Τέσσερα γυάλινα -υπέροχα, άψογα από αισθητικής πλευράς- κρανία τοποθετημένα αντικριστά διασταύρωναν πάνω από το βιβλίο, σε ύψος περίπου τριών εκατοστών, το φέγγος που έβγαινε από τις κόγχες των ματιών τους. Ίσως για τρία δευτερόλεπτα μπορούσες να διακρίνεις τις ακτίνες, μετά χάνονταν, και πάλι στις επόμενες τρεις στιγμές έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Αυτό το κρυφτό ήταν ασταμάτητο. Ο Οδυσσέας το απέδωσε σε πολλαπλή ανάκλαση -σκέδαση του φωτός- αλλά γιατί αυτή γινόταν περιοδικά; Ο ήλιος έμπαινε χαμηλά, από μια σχεδόν οριζόντια χαραγή που είχε το σπήλαιο.
Οι νόμοι της πορείας του φωτός εδώ δεν ίσχυαν, κανονικό πανηγύρι· προσπίπτουσες και ανακλώμενες ακτίνες είχαν χάσει τις μοίρες των γωνιών τους και να ‘ταν μόνο αυτό! Φαινόταν να έχει απολέσει το σταθερό βηματισμό του, σου δημιουργούσε την εντύπωση πως θέλει να τρέξει γρηγορότερα. Ίσως με κάποιον τρόπο άλλαζε το μήκος κύματος… Μπορεί όμως να μην ήταν τίποτα περίεργο παρά μια ιδέα μόνο. «Πόσα δεν ξέρουμε ακόμα…», μονολόγησε ο Οδυσσέας.
Τα κρανία ήταν διάφανα. Ανατομικά έδειχναν τέλεια αλλά μια διαφορά μπορούσες να επισημάνεις σε σχέση με τα φυσικά, απουσίαζαν οι ραφές. Η κάτω γνάθος ήταν χωριστή και τοποθετημένη με ακρίβεια, του ‘πε η Λου. Ήταν μαγικές στιγμές να κοιτάς αυτά τα αριστουργήματα. Μπορώ να αγγίξω; Ναι, πιάσε όποιο θες. Σήκωσέ το και δες τι όμορφο που είναι. Πρόσεξε μόνο τη σιαγόνα… Εκείνη κρατούσε ήδη ένα στα χέρια της. Εκεί που καθόταν το κάθε κρανίο υπήρχε κενό στο βράχο και απ’ αυτό το σημείο, εισέβαλε το ηλιακό φως.
Πώς προστάτευαν οι ακτίνες το βιβλίο, δεν το καταλάβαινε ο Οδυσσέας, ούτε η Λου ήξερε να του εξηγήσει. Τα τοποθέτησαν στη θέση τους και εκείνη έπιασε με προσοχή το βιβλίο και του το ‘δωσε. Διάβασέ το προσεκτικά, θα μείνουμε όσο χρειασθεί, κράτησε και σημειώσεις…» Σελ. 339-340
…Αυτό ήθελε ο Βεράκιος για να αρχίσει… «έτσι κατάντησε η ζωή στις μεγαλουπόλεις… Ο νόμος του τυχαίου να καθορίζει ακόμα και τη ζωή των ανθρώπων. Ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Νομίζουν πως τα βήματά τους τούς πάνε εκεί που πατούν. Χμ! Κι όμως αλλού τους στέλνουν. Νομίζουν πως είναι κύριοι του εαυτού τους, κυρίαρχοι του πεπρωμένου, ενώ σέρνονται από αυτό.
Ανύποπτοι συμπράττουν να ζουν μέσα στη φυλακή, στο άσυλο. Φορούν κλουβιά και περιφέρονται μέχρι εκεί που φτάνουν οι αλυσίδες. Η ελευθερία του καθενός είναι τόση όσο είναι το μήκος της αλυσίδας του. Έγιναν πιόνια σε ένα παιχνίδι που ουδέποτε φρόντισαν να μάθουν πώς παίζεται. Τώρα θα μου πεις γνωστά είναι αυτά. Το ξέρω, απλά τα ξαναθυμίζω σε κάθε αληθινό επαναστάτη που στήνει σκληρό αντάρτικο και πολεμά με κέρδος την ακριβή του ανάσα». Σελ. 372
«…Η γη στέγνωσε…. Οι περίτεχνοι λοφίσκοι των μυρμηγκιών ξεφύτρωναν στο έδαφος ανάμεσα στις τελευταίες λάσπες. Αέριζαν τις σήραγγες, άνοιγαν διεξόδους, σημάδι πως εκεί στα βάθη το βαρόμετρο σφύριξε άνοιξη. Τα πουλιά σπάθιζαν τον αέρα και πρόβαραν καινούργιες φωνές. Ο Οδυσσέας ούτε ζωγράφος ήτανε ούτε απ’ αυτούς που κόβουν τα λουλούδια. Ζούσε, καμάρωνε και αφουγκραζόταν τη φύση, γι’ αυτό και ‘κείνη του εμπιστευόταν τρυφερά μυστικά.
Δεν χόρταινε τη φλυαρία της, δεν αντιστεκόταν στις προκλήσεις της… Άνοιξε διάπλατος ο σφυγμός του να χωρέσει τις πιο πρωτόγνωρες αισθήσεις. Η μεγάλη έκπληξη ήταν η όσφρηση. Ευωδίες άγνωστες. Πλούσιο λεξιλόγιο, πολλές οι διάλεκτοι -βαθιές έννοιες-, η γλώσσα της όσφρησης. Λέξεις που συνδυάζονται αρμονικά ή κάποτε σολάρουν, άλλες μόλις ακούγονται το πρωί και ξεφαντώνουν με το σούρουπο σ’ ένα κρεσέντο εκπληκτικό… Όσφρηση!
Ποιος τιμά τα δώρα της; Ποιος ξυπνά από τα σήμαντρά της; Τα αρχαία τα χρόνια στα μεγάλα παλάτια ο “μυρεψός” ήταν επιστήμονας αυλικός, ενώ τώρα παραγνωρισμένος, υπηρετεί τη ματαιοδοξία και μόνο της μόδας. Ποιος θα τολμούσε να αποστάξει το παράπονο του δακρυσμένου ρετσινιού; τη ζάλη των ανθών που λιποθυμούν στην αγκαλιά των φύλλων; Ποιος κοντοστέκεται στο μυρωμένο θόρυβο του γιασεμιού; Ποιος θα αγόραζε τον ιδρώτα της αυγής πάνω στους ύπερους του ντροπαλού κυκλάμινου…, το φιλί της γύρης που ξεμυαλίζει τη μέλισσα, των φυκιών το αλμυρό λαχάνιασμα να ξανασμίξουν στο πέλαγο; Κάποτε ο άνθρωπος αντιλαμβανόταν τα μηνύματα της γης, τώρα βλέπει τηλεόραση…» Σελ. 380