Αν ισχυροποιήσουμε τη θέληση, αν αναπρογραμματίσουμε το νου μας και αποδομήσουμε εξιδανικευμένες ταυτίσεις τότε ναι μπορούμε να πράξουμε με ελεύθερη βούληση. Πεπεισμένοι για την ευνοϊκή έκβαση των ερωτημάτων και των ανησυχιών τους και κάτοχοι περισσότερων γνώσεων αλλά και διαπιστώσεων έφυγαν την περασμένη Τετάρτη από το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο της Θεσσαλονίκης οι άνθρωποι που το κατέκλυσαν για να ακούσουν τον συγγραφέα κ. Στέλιο Χαλκίτη να ξεδιπλώνει τον προβληματισμό του και να αποκαλύπτει τα μονοπάτια της σκέψης του προκειμένου να δώσει απαντήσεις σε ένα από τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα που απασχολούν τον άνθρωπο: αν μπορεί να πράττει με ελεύθερη βούληση.
Της διάλεξης ακολούθησε συζήτηση με ένταση και διάρκεια και ένας γόνιμος διάλογος που αναπτύχθηκε μεταξύ του εισηγητή και του κοινού (νέο στην ηλικία στην πλειονότητά του και συγκεκριμένα φοιτητές) με την καθοριστική παρουσία του επ. καθηγητή Φιλοσοφίας του Α.Π.Θ. κ. Παναγιώτη Δόικου. Οι ερωτήσεις, οι προβληματισμοί και οι διευκρινιστικές ερωτήσεις που διατυπώθηκαν έθεσαν θέματα που θα μπορούσαν ίσως να αποτελέσουν την θεματολογία για προσεχείς εισηγήσεις.
Η εισήγηση
Ζητήσαμε από τον κ Χαλκίτη να προβεί σε μια σύντομη απόδοση του περιεχομένου της διάλεξής του, η οποία εν περιλήψει έχει ως εξής:
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε διότι δεν μπορούμε να ενεργήσουμε με ελεύθερη βούληση.
–Ζούμε σε ένα πλαίσιο αυτοθέλητης ειλωτείας,
–αδρανοποιούμαστε από απάθεια, από ζηλωτική παραμονή στην απραξία,
–στηριζόμαστε σε σύμβολα (τους αποδίδουμε δυνάμεις, εξουσίες και ευθύνες που δεν έχουν),
–επιβιώνουμε σύμφωνα με τις επιταγές ακραίων ειωθότων (=καθιερωμένες και επιβεβλημένες ενέργειες, περιβεβλημένες πλήρους και υποσυνείδητης ιδιοτέλειας, που στόχο έχουν να εξασφαλίσουν την έξωθεν καλή μαρτυρία).
Ο λόγος που κινητοποιεί την παρόρμηση, την απάθεια, τα σύμβολα και τα ακραία ειωθότα είναι η ιδιοποίηση ταυτοτήτων σε παθολογικό βαθμό απόλυτης ταύτισης με το ιδιοποιούμενο πρόσωπο, αντικείμενο ή ιδιότητα (έντονη έλξη η απώθηση από κάτι είναι ο ορισμός της ταύτισης). Βρισκόμαστε σε μια καταγωγική σύγχυση ταυτότητας. Αυτή η ακαθοριστία, το ανεξιχνίαστο της καταγωγής και το αόριστο του επέκεινα, δημιουργεί την αναγκαιότητα στο υποκείμενο, στον άνθρωπο, να συμβληθεί με άλλα υποκείμενα σε συλλογικά μοντέλα που διατηρούν μια σχετική ευστάθεια στην ταυτότητα, τρόπον τινά να ομογενοποιηθεί.
Αν υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας κατάστασης όπου απαιτείται πράξη
–Η έλλογη σκέψη χρονοτριβεί ανυπόφορα να αποφασίσει, αναλύοντας δεδομένα
–Το συναίσθημα αγνοεί την συμπαρουσία (με την έλλογη σκέψη) και εκμεταλλεύεται το μεσοδιάστημα όπου η έλλογη σκέψη χρονοτριβεί. Το συναίσθημα μάς επιβάλλεται ταχύτερα. Έτσι αγόμαστε και φερόμαστε από παρορμήσεις,
Υπάρχουν τρόποι να πράττουμε με ελεύθερη βούληση αρκεί
–να ισχυροποιήσουμε τη θέληση: να αποταυτιστούμε αποτινάσσοντας κάθε ταύτιση-ταυτότητα· είναι σχεδόν αδύνατο να το κάνουμε αυτό και δεν είναι επιθυμητό, μπορούμε όμως να τις αντικαταστήσουμε με άλλες ιδεωδέστερης μορφής και περισσότερο επωφελείς και αυτό επιτυγχάνεται μέσω ισχυροποίησης της θέλησης, κάνοντας αυτό που δεν θέλουμε ή μη κάνοντας αυτό που θέλουμε.
–να αναπρογραμματίσουμε το νου μας: Μπορούμε να εκπαιδεύσουμε το νου μας έτσι ώστε να αποκλείει να μας προτείνει επιλογές που είναι τραγικές. Δηλαδή επιδιώκουμε να αναγνωρίσει ο εγκέφαλος κάτι ως κακό, χωρίς να το γνωρίζει ως βιωματική εμπειρία.
–να αποδομήσουμε εξιδανικευμένες ταυτίσεις: Πρέπει να βρούμε το απολύτως ασφαλές εποικοδομητικό στοιχείο και πάνω του να εργαστούμε. Το στοιχείο αυτό είναι μέρος της δόμησης, εμπεριέχεται στη δομή που δεν μπορεί να σταθεί απομονώνοντας αυτό το στοιχείο, είναι μέρος της.