Memento Mori… περί θανάτου, μια ψυχαναλυτική προσέγγιση, μέρος Β’
Την 13 Φεβρουαρίου 2018 | 0 Σχόλια

Τι είμαστε λοιπόν; Είμαστε μια έκφραση αδιάλειπτα διαμορφούμενου, διαμεσολαβούμενου «Είναι», εμβαπτισμένοι στο αενάως μεταβαλλόμενο από το ίδιο το «Είναι» γίγνεσθαι που μολύνθηκε από στρεβλωμένες κατευθύνσεις σκέψης και κυρίως από τον εφησυχασμό των υποσχετικών του επέκεινα: συνακόλουθα, το «Είναι» που δεν είναι αλλά «συντελείται» εντός, αποτεθαρρημένο, αποστρέφει το πρόσωπό του, αποσύρεται στη συστολή του, εισέρχεται και αφίεται στην κρυφιότητά του τείνοντας προς το άφαντον· και τότε συμβαίνει συχνά μια εσπευσμένη έξοδος του «Είναι»· και εξηγούμαι: Χωρίς ευλογοφανή αιτία, μια αλληλουχία γεγονότων συνθλίβει τη συνοχή της εσωτερικής ολότητας καθιστώντας τη ζωή ανάπηρη. Το υποκείμενο σταματά να εξελίσσεται, μένει απροστάτευτο και βαίνει προς την αταξία. Αντίθετα, αν δεξιωθούμε το «Είναι» σε χώρο και χρόνο αμόλυντο τυπώνοντας μέσα μας αυτά που δεν λέγονται, τότε, σ’ αυτούς που μας φόρτωσαν τον θάνατο, μπορούμε να απαντήσουμε με τη γιορτή της ζωής.

Τι σημαίνει νεκρός; Οι επιστήμονες λένε πως είναι η οριστική παύση όλων των βιολογικών λειτουργιών που υποστηρίζουν τη λειτουργία του σώματος, και αυτενεργώντας θα συμπλήρωνα, πριν αποχωρήσει ο θάνατος.

Τι είναι πτώμα; Μια ορατή απουσία, ένα σώμα ακήρατο που δεν εμπεριέχει θάνατο.

Τι ξέρουμε για τον θάνατο; Τίποτα! Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τον ατομικό θάνατο. Η συναίσθηση της θνητότητας είναι προνόμιο ολίγων. Ιδού το μέγα στρατήγημα! Το «άπαγε» στην άρνηση της άρνησης του θανάτου για επιπλέον ζωή και ο φόβος του θανάτου δεν μας εδραιώνουν υπαρξιακά, δεν μας εξελίσσουν, αντιθέτως, μας εγκλωβίζουν και μας καθιστούν αιχμάλωτους των ψευδαισθήσεων. Αν ξέραμε να ζούμε, η ζωή είναι μεγάλη.

Ο ενδοκοσμικός χαρακτήρας του θανάτου βιώνεται ως θάνατος του άλλου, του πλησίον, του ξένου. Οφείλουμε να συναισθανθούμε πως είμαστε δεμένοι με τον θάνατο όχι μέσω μιας υφέρπουσας φιλίας κατά τον Μπλανσώ, αλλά μέσω μιας υποβόσκουσας και ανομολόγητης έχθρας προς τον κραταιό αντίμαχο που ενεργεί συνωμοτικά, αδόκητα και δόλια την αρπαγή μας.

Όλοι λίγο έως πολύ μιλούμε για τον θάνατο, εν τούτοις, όταν κάτι αφορά το όλο τότε δεν είναι κανενός, είναι ο θάνατος του άλλου. Δεν δυνάμεθα να σκεφτούμε το παραμικρό για τον δικό μας θάνατο αυτόν καθ’ εαυτόν. Δεν υπάρχει δυνατότητα νοητικής σύλληψης, διότι δεν ομοιάζει με κάτι γνωστό ώστε να προκύψει σύγκριση, με συνέπεια να αδυνατούμε να φανταστούμε πώς είναι να είσαι νεκρός, αν νιώθεις, πώς νιώθεις, τι νιώθεις, όπως είναι εξίσου αδύνατον να φανταστούμε πώς είναι να είσαι φωτιά, πώς είναι να είσαι στάχτη, πώς είναι να είσαι νύχτα!

Επομένως, κάθε αναφορά μας στον θάνατο έχει σχέση με τον θάνατο του άλλου, του γνωστού που δεν τον γνωρίσαμε και του άγνωστου που αγνοήσαμε. Πάντα ο θάνατος ενός άλλου θα προηγείται του δικού μας και εμείς, ως άλλος για τον προηγούμενο και τον επόμενο, καλούμαστε και καλούμε να εξιλεωθούμε, να απολογηθούμε και να ζητήσουμε εξηγήσεις. Όταν ο άλλος είναι νεκρός ενώπιόν μας, είναι μια ώρα ιερή, υψίστης σπουδαιότητας, ζωντανή διδασκαλία. Ο νεκρός, εν τη απουσία του, περισσότερο παρών, ανήμπορος, θεάται γυμνός και προτάσσει την ισχύ της αδυναμίας του, μια εικόνα τσακισμένη που, χάριν ημών των ιδίων, μας απευθύνεται, απαιτεί και επαιτεί, μας μέμφεται, μας προκαλεί, μας γεμίζει τύψεις, μας ενοχοποιεί για τις χαμένες δυνατότητες, και αποσπά ομολογία μέσα σε μια καταφάσκουσα μελαγχολία, μια επιβεβαίωση μέσα στον ισχυρισμό.

Το βιωματικό περιεχόμενο του θανάτου μας δεν μπορεί να εξισωθεί με κανενός άλλου. Δεν μπορεί να βιωθεί από κανέναν άλλον, κανένας δεν μπορεί να πεθάνει για τον άλλο, στη θέση του άλλου και αν ακόμη αυτό συμφωνηθεί και πεθάνεις για τον άλλον, επ’ ουδενί δεν θα τον απαλλάξεις από τον δικό του θάνατο, απλά θα βιώσεις τον δικό σου θάνατο. Ίσως του παρατείνεις το όριο αλλά ποτέ κανείς δεν θα μπορέσει να απαλλάξει τον άλλο από τον θάνατό του.

Είναι γνωστό, δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τη γέννησή μας -εμείς οι ίδιοι-, δυνάμεθα όμως να θέσουμε τέλος στη ζωή μας; Καταφατική η απάντηση, ναι, δίνεις τέλος στη ζωή σου σκοτώνοντας τον άλλο. Και ο αφελής αυτόχειρας μη δυνάμενος να ιδεί τον νεκρό του, εξαπατήθηκε. Όσα μπορεί να φανταστεί έχουν σχέση με τον θάνατο του άλλου. Νομίζει πως εκείνος επιλέγει τη στιγμή και στερεί από τον θάνατο το αιφνίδιο, ωστόσο, αυτό που συμβαίνει είναι πως φονεύει τον άλλον, αυτόν που τον ταλαιπωρεί, αυτόν που τον εγκατέλειψε, αυτόν που μαζί του ταυτίστηκε και ταυτόχρονα φονεύει και όλους τους άλλους, εκείνους που δεν τον συνέδραμαν, όλους γενικά τους φονεύει.

Μια εξουσία ακατάληπτη -κατ’ αρχήν αναμφισβήτητη, στην έκφρασή της τραγική, παράλογη και σκοτεινή-, έχει δοθεί στον άνθρωπο, να εξουσιάζει τις ζωές των άλλων, να ορίζει εκείνος, αν το επιθυμεί, το χρονικό όριο που ο άλλος θα μείνει στη ζωή. Οποιαδήποτε στιγμή αποφασίσει και για τον πλέον ευτελή λόγο μπορεί να θανατώσει ένα ή περισσότερα υποκείμενα σε γνωσιακή εγρήγορση, να εκδιώξει τον θάνατο από το σώμα του άλλου, να τον καταστήσει πτώμα.

Η δυνατότητα να πράξουμε το κακό υπάρχει σε πληθωρισμό στον κόσμο, ενώ το καλό εμποδίζεται από κάτι, είναι περιορισμένο και περιβεβλημένο με κατευναστικές επινοήσεις. Φαίνεται να μας παραχωρήθηκε μια ακροσφαλής ελευθερία, ένα σκοτεινό δίλλημα, να κάνουμε το κακό ή να μην το κάνουμε, να θανατώσουμε τον άλλον ή να μην τον θανατώσουμε. Διαφαίνεται μια αδικία ή τουλάχιστον μια εκκρεμότητα υπάρχει εφόσον είναι εφικτή η θανάτωση του άλλου και ανέφικτη η δυνατότητα σε εμάς να τον απαλλάξουμε από τον θάνατό του. Κάπου υπάρχει ένα σκόπιμο σφάλμα που ίσως να συσχετίζεται με τον σκοπό της ζωής.

Ωστόσο, ούτε οι υπαρξιακοί προβληματισμοί δεν είναι από μόνοι τους ικανοί να μας καταστήσουν σύμμετρους μιας οντολογίας του θανάτου που υποψιαζόμαστε, ούτε μια εξωστρέφεια προς τον άλλο, δεν θα είναι υγιής αν δεν έχει προηγηθεί μια εαυτοστρεφήςεμβίωση της θνητότητάς μας σ’ έναν αναπαλλοτρίωτο χώρο.

Είναι βέβαιο πως δεν μπορούμε να αναχαιτίσουμε τον θάνατο, μπορούμε όμως να αποτινάξουμε τον φόβο του εισερχόμενοι στο ίδιο το γεγονός. Το να αποφεύγεις το λυκαυγές και το λυκόφως δεν σημαίνει πως ζεις μέσα στο φως, αγνοείς το ελευσόμενο φως και στερείσαι την απουσία φωτός, το σκοτάδι είναι πάντοτε παρόν αλλά σκοτάδι δεν υπάρχει, είναι το φως που απουσιάζει, το σκοτάδι υποστασιοποιεί το φως και παραμένοντας ατελεύτητα παρόν προκαλεί τα σκότη του να φωτιστούν. Όλα είναι παρόντα στο σκοτάδι, μόνο η εμφάνιση της παρουσίας συμβαίνει στο φως.

Το πλαίσιο θέασης των πραγμάτων, της ανάπτυξης και της άσκησης των νοητικών και συναισθηματικών λειτουργιών μας έχει επιβληθεί από την κοινωνία, ευρύτερα εννοούμενη. Η επιβεβλημένη κοσμοθεώρηση, ορισμένες φορές, μπορεί να παραβλεφθεί. Τούτο δεν σημαίνει πως δεν αποτελεί απάντηση οτιδήποτε πλέον προσλαμβάνεται διαφορετικά και στερείται από την έγκριση της «αυθεντίας». Άλλωστε, σε ατομικά ερωτήματα έχουμε ατομικές απαντήσεις. Πολλές φορές οι ενοράσεις είναι αποδεικτικά υπέρτερες από τις λογικές συνεπαγωγές.

Αναφορές...

Σχολιάστε